- συμβουλάτορας
- και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα»)3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστι-άτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].
Dictionary of Greek. 2013.